επτακοσιοστός

επτακοσιοστός
η , όν семисотый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επτακοσιοστός" в других словарях:

  • επτακοσιοστός — ή, ό (ΑΜ ἑπτακοσιοστός, ή, όν) αυτός που στην αρίθμηση ή στη σειρά έχει τον αριθμό επτακόσια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επτακοσιοστό τό ένα από τα επτακόσια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο …   Dictionary of Greek

  • ἑπτακοσιοστόν — ἑπτακοσιοστός seven hundredth masc acc sg ἑπτακοσιοστός seven hundredth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτακοσιοστοῦ — ἑπτακοσιοστός seven hundredth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑπτακοσιοστῷ — ἑπτακοσιοστός seven hundredth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… …   Deutsch Wikipedia

  • επτακόσιοι — και εφτακόσιοι, ες, α (Α ἑπτακόσιοι, αι, α) (απόλ. αριθμτ.) επτά εκατοντάδες νεοελλ. το ουδ. σε χρήση αντί για το τακτικό επτακοσιοστός («το επτακόσια μετά Χριστόν» το επτακοσιοστό έτος μετά τη γέννηση τού Χριστού) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»